Οταν την Πόλη πήραν την, και τα φουσάτα του Μωάμεθ του πορθητή μιας προδομένης κερκόπορτας μπήκαν έφιππα μες την Αγια-Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, όπου είχαν καταφύγει οι τελευταίες χιλιάδες των Ρωμιών για να 'βρουν σωτηρία, κανείς λογικός νους δεν θα πίστευε πως απ' τη φωτιά, το τσεκούρι και το γιαταγιάνι των βαρβαρικών ορδών θα γλίτωνε έστω και το παραμικρό στοιχείο που θα θύμιζε στη συνέχεια της ζωής, ότι το δημιούργημα του Ανθεμίου και του Ισιδώρου ήταν κάποτε το κέντρο αναφοράς των Ορθοδόξων της Οικουμένης και το διαχρονικό σύμβολο της ρωμιοσύνης. Και το σημαντικότερο ίσως, πώς θα 'ντεχε στον χρόνο, υπομένοντας τις βάναυσες προσβολές του κατακτητή που το μετέβαλε σε χώρο πίστεως δικόν του, προσπαθώντας να εξαφανίσει με βίαιη ασέβεια κάθε ορατή γλυκύτητα που κοσμούσε το εσωτερικό τής του Θεού Σοφίας. Καταστρέφοντας οτιδήποτε θύμιζε την πίστη των κατακτημένων, πίστεψαν λαθεμένα οι Οθωμανοί πως είχαν καταφέρει να περάσουν στο σκοτάδι της λησμονιάς την Ιστορία και, το κυριότερο γι' αυτούς, ότι είχαν «πετύχει» να... διώξουν τον Ρωμιό θεό απ' το «σπίτι» του, με τη νίκη, τη σφαγή και τη βεβήλωση, των όποιων συμβόλων του. Αλλοι είπαν, «δεν υπάρχει πια ο Θεός τους» και μερικοί, πως «τους εγκατέλειψε». Και μ' αυτήν την ψεύτικη αίσθηση έζησαν επί αιώνες οι Τούρκοι, που στην πραγματικότητα όμως ποτέ δεν είχαν μέσα τους αποδεχθεί την Αγια-Σοφιά σαν τον καταδικό τους τόπο λατρείας. Γι' αυτό από «ζήλεια» προς τον Ιουστινιανό, ο Πορθητής έκτισε, «και κατ' εικόνα και ομοίωση» απέναντι ακριβώς από την Αγια-Σοφιά, το μπλε τζαμί, που για τους κατακτητές έγινε πλέον το δικό τους σημείο αναφοράς. Γιατί, η Αγια-Σοφιά, πράγματι, ποτέ δεν θα γινόταν δική τους. Με το σπαθί την πήραν, «σκλάβα» ήταν και όλοι οι σκλάβοι, απλώς υπομένουν. Κατά πολύ περισσότερο μάλιστα όταν σ' αυτόν τον χώρο που φυλασσόταν από τον ίδιο τον Χριστό, εξακολουθούσε να μυρίζει έντονα άρωμα Ορθοδοξίας, ρωμιοσύνης, ελευθερίας. O «σκλάβος» λοιπόν δεν έγινε ποτέ φίλος με τον αφέντη. Αυτό το καταλάβαιναν οι πιο ρεαλιστές και φιλελεύθεροι Τούρκοι, γι' αυτό και ζητούσαν να μεταβληθεί σε μουσείο, αφού γνώριζαν πως δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει τις οθωμανικές καρδιές η Αγια-Σοφιά. Μόνον προβλήματα θα δημιουργούσε μεταξύ των δύο πλευρών. Ομως επέμεναν οι Οθωμανοί, γιατί ήταν γι' αυτούς το κορυφαίο λάφυρο που πιστοποιούσε την κατάκτηση της βασιλίδος των Πόλεων.
Το «κορυφαίο λάφυρο» όμως διέψευσε τις προσδοκίες τους για αφανισμό, όχι μόνον των Ρωμιών, αλλά και κάθε στοιχείου που θύμιζε την ιστορική και πνευματική τους παρουσία. Στάθηκε όρθιο, νίκησε τον χρόνο, δεν έχασε την «ταυτότητά» του, προς έκπληξη των «βασανιστών». Με την παρουσία του έδινε ελπίδα, συνεχίζοντας να φωτοδοτεί και να εμπνέει. Ούτε τούρκικο έγινε, ούτε έπαψε να αποτελεί το σύμβολο Ορθοδοξίας και ρωμιοσύνης. Και η εξήγηση που «ερμήνευσε» τελικά τον «θρύλο του μαρμαρωμένο βασιλιά», δόθηκε από την αρχαιολογική προσέγγιση.
Οταν μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Αμερικανοί αρχαιολόγοι ανέλαβαν να αποκαταστήσουν τον ήδη λειτουργούντα ως Μουσείο πλέον, από τα χρόνια του Κεμάλ, εσωτερικό χώρο της Αγίας Σοφίας, με θαυμασμό διαπίστωσαν πως κάτω από τον οθωμανικό σοβά και τα αραβικά σύμβολα του Ισλάμ, παρέμενε ολοζώντανη και αγέρωχη με τα σωστικά της μάτια ορθάνοιχτα η προστάτιδα της Κωνσταντινουπόλεως, η μάνα του Χριστού, που ο ίδιος της είχε αναθέσει αυτόν τον μοναδικό ρόλο. Πάνω από το Ιερό της Εκκλησίας των Εκκλησιών, ορθή η Πλατυτέρα επί αιώνες φύλαγε τον ναό που της αφιέρωσε ο Ιουστινιανός και την Πόλη που της προσέφερε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Ενθρονη η θεομήτωρ, με τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά δέχεται τα μοναδικά δώρα που καταθέτουν στην χάρη της οι δύο αυτοί μεγάλοι αυτοκράτορες. Μετά δηλαδή την Πλατυτέρα που ευλογεί και σώζει, δίνοντας έτσι την εξήγηση για το πώς σώθηκαν σύμβολα, μνήμες και άνθρωποι από τη λαίλαπα των Οθωμανών, ένα άλλο μοναδικό ψηφιδωτό στον νάρθηκα αποκαλύπτει την αλήθεια: «H Παναγιά είναι δικαιωματικά προστάτιδα της Πόλης των Πόλεων». Γι' αυτό και οι εκκλησίες της Βασιλευούσας που είναι αφιερωμένες σ' αυτήν, αλλά και πολλές άλλες, προστατεύονται από θαυματουργές εικόνες της, ενώ οι θρύλοι που ακολουθούν ναούς και εικονίσματα, βγαλμένοι από την ιστορική παράδοση, αλλά και την ανθρώπινη επικοινωνία με το θείο, γίνονται παραμύθι, τραγούδι, μοιρολόι ελπίδας όμως.
Ως φύλαξ άγγελος τής Κωνσταντίνου Πόλεως που την έκτισε και της την παρέδωσε και ως πλατυτέρα μέσα από τον ναό της του Θεού Σοφίας που της προσέφερε ο Ιουστινιανός η Παναγία αγκάλιασε την Πόλη της και τη γέμισε με τον χρόνο, από την παρουσία της. «Ζωοδόχος Πηγή» στην Ιερά Μονή Βαλουηλίου, έξω από τα Δυτικά Τείχη, με τη θαυματουργή εικόνα της, τη μισοκαμένη από τους βανδαλισμούς του 1955, ακοίμητη περιθάλπει, σφογγίζει δάκρυα, μοιράζει ελπίδα. Είναι η αγαπημένη της Λωξάνδρας όπως και των περισσοτέρων Κωνσταντινουπολιτών που την επικαλούνται σε κάθε καλή ή κακή στιγμή τους, πηγαίνουν και την προσκυνούν και κατεβαίνουν στο αγίασμά της να δροσίσουν την ψυχή, να ευλογηθούν και να ζήσουν από κοντά τον θρύλο με τα κοκκινόψαρα που ακόμη μέχρι σήμερα θυμίζουν το πάρσιμο της Πόλης. Δεν πίστεψε η καλοκάγαθη καλόγρια της Μονής το θλιβερό μαντάτο που της ανήγγειλαν την ώρα που τηγάνιζε ψάρια.
- Αν είναι αλήθεια ότι αλώθηκε η Πόλη, είπε, τότε να ζωντανέψουν τα ψάρια που τηγανίζω και να πέσουν στο νερό.
Και αυτό έγινε μονομιάς. Τα κοκκινόψαρα απέκτησαν ζωή, πήδησαν στην παρακείμενη πηγή και άρχισαν να κολυμπούν, ενώ η δύσμοιρη καλογριά έπεσε σε λυγμούς. Αυτά τα κοκκινόψαρα και σήμερα θυμίζουν την θλιβερή επιβεβαίωση. Και από αυτά τα ψάρια η Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής πήρε το λαϊκό προσονύμιο Βαλουκλιώτισσα ή Μπαλουκλιώτισσα από το τουρκικό «μπαλίκ» που σημαίνει «ψάρι».
Στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου από το 1601 όπου μεταφέρθηκε το Κέντρο της Ορθοδοξίας και του Γένους, δύο Παναγιές θαυματουργές το προστατεύουν και δέχονται τις παρακλήσεις των πιστών.
Η ψηφιδωτή-μωσαϊκό φορητή εικόνα της Παμμακαρίστου του 12ου αιώνα που την έφεραν στο Φανάρι οι χειμαζόμενοι πατριαρχικοί έπειτα από περιπλάνηση. Ηταν η προστάτιδα εικόνα της Ιεράς Μονής Παμμακαρίστου, όπου είχε εγκατασταθεί το Πατριαρχείο έπειτα από πολλές περιπέτειες. Στη συνέχεια ένας νέος διωγμός από τον περικαλλή μεγάλο βυζαντινό ναό που τον έκαναν τζαμί οι Τούρκοι, ανάγκασε τον πατριάρχη και τον λοιπό κλήρο να μεταφερθούν στον Αγιο Δημήτριο Ξυλόπορτας, όπου έφεραν και την θαυματουργή εικόνα της Παμμακαρίστου. Από το 1601, όμως, που εγκαταστάθηκε το Πατριαρχείο στο Φανάρι, η εικόνα της βρίσκεται στον ναό του Αγίου Γεωργίου, στο δεξιό κλίτος, λίγα μέτρα αριστερά του ιστορικού τέμπλου. Απέναντι ακριβώς στο αριστερό κλίτος η φορητή, επίσης θαυματουργή, Παναγία της Φανερωμένης της Κυζίκου του 12ου αιώνος, την οποία ευλαβούνται όλοι οι Μικρασιάτες ειδικά.
Πάνω από το Φανάρι και πλάι στη Μεγάλη του Γένους Σχολή βρίσκεται η Παναγιά η Μουχλιώτισσα με την βυζαντινή εικόνα της και τον θαυμάσιο ναό που θυμίζει άλλες εποχές. Και φθάνουμε στην Παναγιά των Βλαχερνών, στο Αγίασμα μέσα από το οποίο αναδύθηκε το άσμα των ασμάτων για την υπεραγία Θεοτόκο. Μέσα σε έναν μοναδικό σε κάλλος και αρχιτεκτονική ναό που τον έκαψαν οι Σταυροφόροι, χιλιάδες πιστοί υπό τον Πατριάρχη Σέργιο και τον πρωθυπουργό Βώνο, λέει η παράδοση, ότι έψαλαν το «τη υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια», το οποίο μόλις είχαν εμπνευστεί, ευχαριστώντας την Παναγιά που έσωσε με την παρουσία της την Κωνσταντινούπολη από τους Αβάρους τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Την πολιορκούσαν από ξηράς και θαλάσσης, επιθυμώντας να την καταλάβουν, δραττόμενοι της ευκαιρίας ότι απουσίαζε με τον στρατό ο αυτοκράτορας Ηράκλειος. Οι Βυζαντινοί μαχητές την έβλεπαν να πολεμά δίπλα τους, να ανταριάζει τη θάλασσα και να βουλιάζει τα καράβια των εχθρών που επιβουλεύονταν τη δική της Πόλη. Σήμερα, μόνο το Αγίασμα και ένας ταπεινός ναός με έναν μεγάλο ολάνθιστο κήπο, και με τη συνδρομή της ψυχής και της φαντασίας, θυμίζουν το χθες, τον Βώνο και τον Σέργιο να γυρίζουν τα τείχη και να εμψυχώνουν τους πολεμιστές.
Ιστορικό είναι επίσης το αγίασμα της Θεοτόκου Βεφά, ενώ μια εξίσου θαυματουργή βυζαντινή εικόνα της Παναγίας βρίσκεται στον ιερό ναό Αγίας Τριάδος της Σχολής στην Χάλκη. Είναι η Παναγιά της Παυσολύπης, που καλεί κάθε Ρωμιό να παύσει να λυπάται για το χθες και να κοιτάζει μπροστά, χωρίς όμως να το λησμονεί.
Ομως, οι Παναγίες της Κωνσταντινουπόλεως δεν σταματούν εδώ. Πολλές και ιστορικές καλύπτουν πολλούς αιώνες. Τα Εισόδια της Θεοτόκου στο Σταυροδρόμι, ο Ευαγγελισμός Προπόδων στα Ταταύλα, η Κοίμηση Διπλοκιονίου, καθώς και ο ναός των Γενεθλίων της Παναγίας Παλαιού Μπάνιου, επίσης στο Διπλοκιόνιο, ο Ευαγγελισμός στο Βαφεοχώρι, η Κοίμηση στο Νεοχώρι, η Παναγιά της Ελπίδος στο Κοντοσκάλι, η Κοίμηση της Θεοτόκου εξ Μαρμάρων, το γενέθλιο της Θεοτόκου Βελιγραδίου, η Κοίμηση του Βαλίνου, η Παναγιά των Ουρανών Σαλματοβρουκίου, η Παναγιά Χαντσεργιώτισσα, η Παναγία της Σούδας-Εγρίκα που, ενώ σε όλους, μα όλους τους ναούς της Πόλης, δεκάδες ιστορικές βυζαντινές ή μεταβυζαντινές εικόνες της Παναγίας εξιστορούν στον προσκυνητή τα όσα είδαν μέσα στους αιώνες, τους «βεβαιώνουν» ότι η Θεοτόκος παραμένει ακοίμητη μάνα της Κωνσταντινουπόλεως και «δηλώνουν» ότι θα συνεχίσουν τον δικό τους ιστορικό και πνευματικό δρόμο, που στις μέρες μας μπορεί να είναι εξίσου δύσβατος, αλλά η ευαισθησία των Ρωμιών έχει αρχίσει να το διαβαίνει.
No comments:
Post a Comment